Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

κρατώ μυστικό

  • 1 секрет

    секрет м το μυστικό; держать в \секрете κρατώ μυστικό; выдать \секрет προδίνω το μυστικό
    * * *
    м
    το μυστικό

    держа́ть в секре́те — κρατώ μυστικό

    вы́дать секре́т — προδίνω το μυστικό

    Русско-греческий словарь > секрет

  • 2 держать

    держать в разн. знач. κρα τώ, βαστώ \держать что-л. в руках βαστώ στα χέρια κάτι \держать в тайне κρατώ μυστικό \держать сло во κρατώ το λόγο μου; \держать экзамен δίνω (τις) εξετάσεις \держаться 1) κρατιέμαι \держаться на чём-л. κρατιέμαι από κάτι \держаться вместе είμαστε μαζί \держаться·за руки κρατιέμαι χέρι με χέρι \держаться в стороне μένω παράμερα 2) трен. (придерживаться ακολουθώ, υποστηρίζω
    * * *
    в разн. знач.
    κρατώ, βαστώ

    держа́ть что-л. в рука́х — βαστώ στα χέρια κάτι

    держа́ть в та́йне — κρατώ μυστικό

    держа́ть сло́во — κρατώ το λόγο μου

    держа́ть экза́мен — δίνω (τις) εξετάσεις

    Русско-греческий словарь > держать

  • 3 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 4 держать

    держать
    несоз. в разн. знач. κρατῶ, βαστώ:
    \держать за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· \держать в повинозении κρατώ σέ ὑποταγή· \держать на строгой диете κρατώ σέ αὐστηρή δίαιτα· \держать деньги в сберегательной кассе ἔχω τά χρήματα μου στό ταμιευτήριο· \держать Дверь открытой ἔχω τήν πόρτα ἀνοιχτή· \держать продукты в холодном месте φυλάγω τά τρόφιμα σέ κρύο μέρρς· \держать· в памяти θυμάμαι· ◊ \держать речь ὁμιλώ, βγάζω λόγο, ἀγορεύω· \держать совет συνεδριάζω· \держать вправо (влево) πηγαίνω δεξιά (αριστερά)· \держать у себя ἔχω (или κρατώ) ἀπάνω μου· \держать кого-л. в курсе дела κρατώ (или τηρώ) ἐνήμερον, ἐνημερώνω· \держать в руках кого́-либо κρατώ (или Εχω) κάποιον στό χέρι μοο· \держать кого́-л. в черном теле κακομεταχειρίζομαι, ταλαιπωρώ κάποιον не уметь себя \держать δέν ξέρω νά φέρομαι· \держать слово κ-ρατώ τόν λόγο μου· \держать пари́ στοιχηματίζω· \держать язык за зубами ράβω τό στόμα μου· не \держать при себе δέν κρατώ ἐπάνω μου· \держать экзамены δίνω ἐξετάσεις· \держать ауть διευθύνομαι, κατευθύνομαι, πορεύομαι· \держать курс на... мор. κατευθύνομαι προς..· \держать чью-л. сторону εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου· \держать в тайне κρατῶ μυστικὅ \держать у́хо востро́ разг ἔχω τά μάτια μου τέσσερα· держите вора! πιάστε τόν κλέφτη!· \держать первенство спорт. κρατῶ τά πρωτεία.^

    Русско-новогреческий словарь > держать

  • 5 секрет

    α.
    1. μυστικό, κρυφό, απόρρητο•

    держать в -е κρατώ μυστικό•

    выдать секрет προδίνω (λέγω, βγάζω) το μυστικό.

    || κρυφή αιτία•

    знать секрет приготовления γνωρίζω το μυστικό κατασκευής•

    секрет изобретения το μυστικό της εφεύρεσης•

    ларец с -ом το κουτί της Πανδώρας•

    секрет успеха το μυστικό της επιτυχίας.

    2. μηχανισμός μυστικής λειτουργίας•

    замок с -ом κλείδωνιά με μυστικό.

    3. προχωρημένο καλυμμένο φυλάκιο.
    εκφρ.
    по -у ή под -ом – μυστικά, κρυφά, υπο εχεμύθεια.
    -а σ., έκκριμα αδένων.

    Большой русско-греческий словарь > секрет

  • 6 тайиа

    тайи||а
    ж τό μυστικό[ν]:
    госуда́рствеи-ная \тайиа τό μυστικό τοῦ κράτους· военная \тайиа τό στρατιωτικό μυστικό· держать в \тайиае κρατώ μυστικό· выдать \тайиау ἀποκαλύπτω (или προδίδω) μυστικό.

    Русско-новогреческий словарь > тайиа

  • 7 секрет

    секрет
    м
    1. τό μυστικο[ν], τό κρυφό:
    по \секрету ὑπό ἐχεμύθειαν, κρυφά· сообщить, сказать что́-л. под большим \секретом λέγω κάτι ὑπό ἀπόλυτη ἐχεμύθειαν держать в \секрете φυλάγω (или κρατώ) μυστικό· выдавать \секрет προδίδω τό μυστικό·
    2. воен. τό προ(κε)χωρημένο φυλάκιο· ◊ \секрет полишинеля ирон. τό κοινό μυστικό, ὁ κόσμος τώχει τούμπανο κ' ἐμεϊς κρυφό καμάρι.

    Русско-новогреческий словарь > секрет

  • 8 засекретить

    засекретить
    сов, засекречивать несов
    1. (что-л.) κρατώ μυστικό, κάνω ἀπόρρητο, φυλά(γ)ω μυστικό, ἀποκρύπτω:
    \засекретить документы κἀνω τά ἔγγραφα ἀπόρρητα·
    2. (кого-л.) разг ἐπιτρέπω ἐργασίαν μέ ἀπόρρητα ντοκουμέντα.

    Русско-новогреческий словарь > засекретить

  • 9 рассекретить

    -ечу, -етишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассекреченный, βρ: -чен, -а
    ρ.σ.μ.
    αποκαλύπτω μυστικό οικειοθελώς• παύω να κρατώ μυστικό. || παύω να έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > рассекретить

  • 10 таить

    таю, таишь
    ρ.δ.μ.
    1. κρύβω, αποκρύπτω• κρατώ μυστικό•

    от матери -ли смерть брата κρατούσαν μυστικό από τη μάνα το θάνατο του αδερφού•

    таить злобу κρύβω την κακία•

    -мысль κρύβω τη σκέψη•

    жизнь -ит много неожиданностей η ζωή κρύβει πολλά απρόοπτα.

    1. κρύβομαι, κρύβω τους σκοπούς μου.
    2. (απο)κρύπτομαι•

    Большой русско-греческий словарь > таить

  • 11 утаить

    утаю, утаишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утанный βρ: -ан, -аена, -аено
    ρ.σ.μ.
    1. κρύβω, κρατώ μυστικό•

    утаить правду κρύβω την αλήθεια•

    он -ит, что е любит αυτός το κρύβει ότι την αγαπάει.

    || κρύβω (έτσι που ναμη φαίνεται)•

    шило в мешке не -ишь παρμ. το σουβλί στο σακκί δεν κρύβεται, κανένακρυφό δε μένει μυστικό.

    2. ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι, σφετερίζομαι (κρυφά)• υφαρπάζω• υπεξαιρώ.
    κρύβομαι-αποκρύπτομαι.

    Большой русско-греческий словарь > утаить

  • 12 законспирировать

    -рую, -руешь
    ρ.σ.μ. τηρώ, κρατώ μυστικό•

    законспирировать явочную квартиру κρατώ μυστικιά τη γιάφκα.

    Большой русско-греческий словарь > законспирировать

  • 13 законспирировать

    законспирировать
    сов ἀποκρύπτω, κρατώ μυστικό.

    Русско-новогреческий словарь > законспирировать

  • 14 втайне

    επίρ.
    μυστικά, στα κρυφά•

    держать втайне κρατώ μυστικό" приготовиться втайне προετοιμάζομαι μυστικά.

    Большой русско-греческий словарь > втайне

  • 15 прятать

    прячу, прячешь
    ρ.δ.μ.
    1. κρύβω,κρύπτω, αποκρύπτω•

    неизвестно где (куда) он прячет деньги κανένας δεν ξέρει που κρύβει αυτός τα χρήματα.

    2. μτφ. κρατώ μυστικό•

    не прячь своих мыслей μη κρύβεις τις σκέψεις σου.

    || φυλάγω•

    прятать молоко в подвале διατηρώ το γάλα στο υπόγειο.

    εκφρ.
    прятать глаза (взгляд) – κρύβω το πρόσωπο (φοβούμαι να αντ ικρύσω).
    κρύβομαι•

    прятать от кого κρύβομαι από κάποιον•

    солнце -лось за хребет ο ήλιος βασίλεψε πίσω από τη βουνοκορφή (κορυφογραμμή).

    || μτφ. καλύπτομαι, καμουφλαρίζομαι•

    прятать за словами καμουφλαρίζομαι με λόγια.

    Большой русско-греческий словарь > прятать

  • 16 скрыть

    скрою, скроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. скрытый, βρ: скрыт, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κρύβω• καλύπτω, σκεπάζω•

    тучи -ли солнце τα σύννεφα έκρυψαν τον ήλιο•

    скрыть своё волнение κρύβω την ταραχή μου•

    скрыть свою радость κρύβω τη χαρά μου.

    2. κρατώ μυστικό (από κάποιον).
    3. εμπεριέχω• ενυπάρχω.
    κρύβομαι, σκεπάζομαι, καλύπτομαι•

    скрыть в кустах κρύβομαι στους θάμνους•

    преступник смог скрыть ο εγκληματίας μπόρεσε και κρύφτηκε.

    || εξαφανίζομαι, δραπετεύω•

    Наполеон -лся с острова Эльбы о Ναπολέων δραπέτευσε από το νησί Ελβα.

    || μτφ. παραμένω απαρατήρητος, καλυμμένος.

    Большой русско-греческий словарь > скрыть

  • 17 хоронить

    -роню, -ронишь
    ρ.δ.μ. ενταφιάζω, θάβω.
    εκφρ.
    хоронить себя – απομονώνομαι, κλείνομαι στο καβούκι μου.
    ενταφιάζομαι, θάβομαι.
    -роню, -ронишь ρ.δ.μ.
    1. (παλ. κ. απλ.)• κρύβω.
    2. μτφ. κρατώ μυστικό.
    3. φυλάγω, προστατεύω.
    1. κρύβομαι.
    2. μτφ. κρατιέμαι μυστικά.
    3. φυλάγομαι, προφυλάγομαι• προστατεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > хоронить

  • 18 тайна

    θ.
    μυστικό, απόρρητο, κρυφό•

    военная тайна στρατιωτικό μυστικό•

    хранить -у κρατώ το μυστικό•

    выдать -у προδίνω το μυστικό•

    раскрыть чужую -у αποκαλύπτω ξένο μυστικό•

    государственная тайна κρατικό μυστικό•

    знать чью -у ξέρω το μυστικό κάποιου•

    тайна успеха το μυστικό της επιτυχίας•

    -ы природы τα μυστικά της φύσης•

    не тайна δεν είναι μυστικό (είναι γνωστό).

    Большой русско-греческий словарь > тайна

  • 19 хранить

    хранить
    несов
    1. (где-л.) φυλάγω, διατηρώ:
    \хранить деньги в сберкассе φυλάγω τά χρήματα στό ταμιευτήριο· \хранить в памяти (в сердце) κρατώ στή μνήμη μου (στήν καρδιά μου)·
    2. (соблюдать) τηρῶ, κρατώ, φυλάγω:
    \хранить законы τηρώ τούς νόμους· \хранить обычаи κρατώ τά ἐθιμα· \хранить тайиу φυλάγω ἕνα μυστικό· \хранить в тайне φυλαγω μυστικό· \хранить молчание σωπαίνω, τηρώ σιωπήν ◊ \хранить как зеницу о́ка φυλαγω σάν κόρη ὀφθοιλμοῦ, προσέχω σάν τά μάτια μου.

    Русско-новогреческий словарь > хранить

  • 20 хранить

    -ню, -нишь
    ρ.δ.μ.
    1. φυλάγω, διαφυλάσσω• διατηρώ•

    он -ит все получаемые им письма αυτός φυλάγει όλα τα γράμματα που λαβαίνει•

    хранить деньги под замком φυλάγω τα χρήματα κλειδωμένα•

    хранить деньги в сберегательной кассе φυλάγω τα χρήματα στο ταμιευτήριο•

    -продукты в холодном месте διατηρώ τα τρόφιμα σε κρύο μέρος.

    || μτφ. κρατώ•

    хранить в памяти διατηρώ στη μνήμη•

    хранить в сердце, в душе κρατώ στην καρδιά, στην ψυχή.

    2. τηρώ•

    хранить законы τηρώ του νόμους•

    хранить клятву κρατώ τον όρκο.

    • διατηρώ, δε χάνω•

    она ещё -ит свою красоту αυτή ακόμα διατηρεί την ομορφιά της.

    3. προφυλάσσω. || δεν προδίνω•

    хранить тайну κρατώ το μυστικό.

    εκφρ.
    хранить в тайне – κρατώ μυστικά.
    1. φυλάγομαι, (δια)τηρούμαι• διαφυλάσσομαι.
    2. προφυλάσσομαι, προστατεύομαι.
    3. τηρούμαι, κρατιέμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > хранить

См. также в других словарях:

  • κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • αποκρύπτω — κ. κρύβω (AM ἀποκρύπτω κ. κρύβω) 1. κρύβω κάτι από κάποιον, κρατώ κρυφό 2. εμποδίζω τη θέα κάποιου, κρύβω κάτι από τα μάτια κάποιου νεοελλ. αποσιωπώ κάτι, το κρατώ μυστικό αρχ. μσν. επισκιάζω κάποιον, δείχνομαι ανώτερός του αρχ. φρ. 1. «ἀποκρύπτω …   Dictionary of Greek

  • επικεύθω — ἐπικεύθω (Α) (πάντ. με άρν.) κρύβω, κρατώ μυστικό («τῷ τοι... ἐρέω ἔπος, ούδ’ ἐπικεύσω», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεύθω «καλύπτω, αποκρύπτω»] …   Dictionary of Greek

  • κρυφαγαπιέμαι — αγαπώ κάποιον και με αγαπά κρυφά, χωρίς να τό ξέρουν άλλοι, κρατώ μυστικό τον έρωτά μου …   Dictionary of Greek

  • στέγω — ΜΑ 1. στεγάζω, σκεπάζω με στέγη 2. πωματίζω, βουλώνω αρχ. 1. καλύπτω ερμητικά 2. στεγανοποιώ κάτι ώστε να μην μπορεί να περάσει το νερό («εὐνὰς τοιαύτας οἵας... στέγειν... ἱκανὰς εἶναι», Πλάτ.) 3. αποκρούω, απωθώ («οὔτε οἱ πῑλοι ἔστεγον τὰ… …   Dictionary of Greek

  • υφαιρώ — ὑφαιρῶ, έω, ΝΜΑ και ιων. τ. ὑπαιρέω, Α [αἱρῶ] 1. αποσπώ κάτι κρυφά και επιτήδεια, υποκλέπτω, λαθροχειρώ 2. αφαιρώ ένα ποσόν από το σύνολο στο οποίο ανήκει, μειώνω την αξία ή την ποσότητα ενός όλου αρχ. 1. κυριεύω κάποιον εσωτερικά («τοὺς δ ἄρ ὑπὸ …   Dictionary of Greek

  • κρύβω — και κρύπτω και κρύφτω (AM κρύπτω και κρύβω, Μ και κρύβγω, Α και κρύφω) 1. καλύπτω κάτι έτσι ώστε να μη φαίνεται, σκεπάζω (α. «προσπάθησε να κρύψει τη γύμνια του με ένα σεντόνι» β. «κεφαλὰς δὲ παναίθησιν κορύθεσσι κρύψαντες», Ομ. Ιλ. γ. «ὑφ… …   Dictionary of Greek

  • μέσα — Οικισμός (20 κάτ.) της Λέσβου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίας Παρασκευής του νομού Λέσβου. * * * (I) μέσα και μεσά, τὸ (Μ) το τραπέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mensa «τραπέζι»]. (II) η (γεωμορφ.) όρος που περιγράφει κάθε χερσαία τράπεζα με επίπεδη …   Dictionary of Greek

  • βαστάζω — και βαστώ ( άω) και βασταίνω και βαστάνω (AM βαστάζω, Μ και βαστῶ και βασταίνω και βαστάνω) 1. κρατώ κάτι με το χέρι 2. μεταφέρω 3. υπομένω, υποφέρω μσν. νεοελλ. 1. (για έγκυο γυναίκα) κυοφορώ 2. φορώ 3. κατέχω («βαστάει τα κλειδιά») 4. τηρώ… …   Dictionary of Greek

  • κλειδώνω — (AM κλειδῶ, όω, Μ και κλειδώνω) [κλεις] κλείνω κάτι κάπου, ασφαλίζω κάτι με κλειδί («κλείδωσα καλά τις πόρτες τού σπιτιού») νεοελλ. 1. (αμτβ.) κλείνομαι με κλειδί («δεν κλειδώνει η πόρτα») 2. μτφ. κρατώ κάτι μυστικό 3. ναυτ. συνδέω με κλειδί τα… …   Dictionary of Greek

  • εχεμυθώ — ἐχεμυθῶ, έω (Α) [εχέμυθος] είμαι εχέμυθος, κρατώ το μυστικό που μού εμπιστεύθηκαν, σιωπώ («τὰ ἀπόρρητα καὶ ἐχεμυθούμενα», Ιάμβλ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»